Όσο περισσότερο γερνάω και παρ' ότι άναψε εδώ και μερικά χρόνια απέναντι από το διαμέρισμά μου μια φωτεινή ταμπέλα νέον που λέει "ΓΕΡΟΝΤΟΠΑΛΙΚΑΡΑ / ΓΕΡΟΝΤΟΠΑΛΙΚΑΡΑ / ΓΕΡΟΝΤΟΠΑΛΙΚΑΡΑ" - ακόμη δεν μπήκα στο μαγαζί αλλά που θα πάει, θα κάνω μια επίσκεψη - τόσο περισσότερο διαπιστώνω πως δεν θα μπορούσα να αντέξω την ασυναρτησία μου, αν δεν έγραφα. Από την μια ένα σπίτι χάλια, σκόρπια πράγματα πεταμένα από δω κι απο κει, ένα γραφείο μικρό και στενόχωρο, μια εργασία που ναι μεν αποφέρει ίσως κάποια χρήματα (που δεν μου φτάνουν ασφαλώς) αλλά καθόλου δημιουργική κι από την άλλη κάποιες αρρωστημένες σχέσεις - καρτ ποστάλ χριστουγεννιάτικων στιγμών με αφιέρωση "ευτυχισμένος ο καινούργιος πόνος!"
Είναι η πρώτη φορά που το παραδέχομαι αυτό και οφείλω να πω ως πακέτο αυτής της εξομολόγησης πως αν δεν έγραφα θα ήμουν ένα σκουπίδι, ένας αφόρητος άνθρωπος, ένα παράσιτο. Για μένα, που είναι πια ξεκάθαρο πως δεν μπορώ να ζήσω μια φυσιολογική ζωή παρ' όλες τις προσπάθειές μου, το γράψιμο δεν είναι απλώς μια ενασχόληση, αλλά μια συσκευή οξυγόνου και μια ινσουλίνη για τον επικοινωνιακό μου διαβήτη. Τα γραπτά μου είναι ίσως ο μόνος τρόπος που έχω για να πω κάτι σε κάποιον "φυσιολογικά" γιατί ο οποιοσδήποτε άλλος τρόπος μου, είναι βαστικός, απότομος, ενστικτώδης, βίαιος και ζωώδης, λες και η φύση ενσαρκώνεται σε μένα, λες και το νερό - παρ' όλο που καθαρίζει και δροσίζει - πνίγει και καταπνίγει οτιδήποτε "λογικό" βρίσκεται στο "είναι" μου.
Προσπαθώ εδώ και χρόνια να διορθώσω τους τρόπους μου. Κάτι είναι κι αυτό, θα μου πείτε αλλά προς το παρόν δεν έχω καταφέρει και πολλά πράγματα. Συνεπώς, όποιο τσογλάνι προσπαθήσει να με αλλάξει, μαύρο φίδι που τον έφαγε.